- ἐρίσφηλος
- ἐρίσφηλοςoverthrowing muchmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίσφηλος — ἐρίσφηλος, ον (Α) (επίθ. τού Ηρακλή) ο μεγαλοδύναμος, ο ερισθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου «άσφηλοι ασθενείς σφηλόν γάρ τό ισχυρόν» δεν επιτρέπει αναγωγή τής λ. στο ρ. σφάλλω] … Dictionary of Greek
ἐρίσφηλον — ἐρίσφηλος overthrowing much masc/fem acc sg ἐρίσφηλος overthrowing much neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
σφηλός — ή, όν, Α 1. αυτός που κινείται εύκολα, ευκίνητος 2. (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) σφηλόν α) «λοξόν, πυκνόν, εὐκίνητον» β) «τὸ ἰσχυρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. δεν επιτρέπει τη σύνδεσή της με το ρ. σφάλλω (βλ. και λ. ἐρίσφηλος)] … Dictionary of Greek